курить (ru)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο кури́ть
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό кури́ть кури́ться
συνοπτικό покури́ть
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду кури́ть бу́дем кури́ть
β' πρόσ. бу́дешь кури́ть бу́дете кури́ть
γ' πρόσ. бу́дет кури́ть бу́дут кури́ть
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. курю́ ку́рим
β' πρόσ. ку́ришь ку́рите
γ' πρόσ. ку́рит ку́рят
προστακτική кури́ кури́те
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής куря́щий
μετοχή ενεστώτα παθητικής
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα куря́
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό кури́л кури́ли
θηλυκό кури́ла
ουδέτερο кури́ло
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής кури́вший
μετοχή παρελθόντα παθητικής
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα кури́в, кури́вши
παράγωγα ουσιαστικά куре́ние

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"