Ετυμολογία

επεξεργασία

баш < πρωτοσλαβική bъšь

  Επίρρημα

επεξεργασία

баш (sr) (λατινική γραφή: baš)

  1. πραγματικά, πολύ
    баш ми је жао - λυπάμαι πολύ (πραγματικά λυπάμαι)