Ετυμολογία

επεξεργασία
Тер-Акопян < αρμενική Տեր-Հակոբյան (Ter-Hakobyan)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʲɪrəkɐˈpʲan/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Тер-Акопян (ru) (Ter-Akopján) αρσενικό ή θηλυκό (γεν. ενικ. αρσ.: Тер-Акопяна, ονομ. πληθ.: Тер-Акопяны) [1]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Το θηλυκό παραμένει αμετάβλητο στον ενικό· ο πληθυντικός είναι κοινός.