Δείτε επίσης: Нишель

Βουλγαρικά (bg) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Нишел < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική ΝησέλλιΝησέλι)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Нишел (bg)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Нишел στη βουλγαρική Βικιπαίδεια