Ετυμολογία

επεξεργασία
Анзаурян < αρμενική Ազնաուրյան (Aznauryan, Αζναουριάν) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɐnzəʊˈrʲan/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Анзаурян (ru) (Aznaurján) αρσενικό ή θηλυκό (γεν. ενικ. αρσ.: Анзауряна, ονομ. πληθ.: Анзауряны) [2]

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Βλ. Տիգրան Ավետիսյան (Τιγκράν Αβετισιάν), Հայոց ազգանունների բառարան [Λεξικό αρμενικών επωνύμων] (Γιερεβάν, 2000), σ. 5α.
  2. Το θηλυκό παραμένει αμετάβλητο στον ενικό. Ο πληθυντικός είναι κοινός, κατά το αρσενικό.