ϝεργάδδομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ϝεργάδδομαι < από νωρίτερο τύπο *ϝεργάζομαι με δωρισμό -δδ- αντί για -ζ- όπως στον δωρικό τύπο γυμνάδδομαι
Ρήμα
επεξεργασίαϝεργάδδομαι
- κρητικός και λακωνικός τύπος του ἐργάζομαι
ϝεργάδδομαι