ωχρών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαωχρών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του ώχρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαωχρών
- γενική πληθυντικού του ωχρός
- γενική πληθυντικού του ωχρή
- γενική πληθυντικού του ωχρό
ωχρών θηλυκό
ωχρών