ωφεληθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ωφεληθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ωφελούμαι
- θα ωφεληθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ωφελούμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ωφελούμαι