Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωριός μεσαιωνική ελληνική < ὡραῖος

  Επίθετο επεξεργασία

ωριός και ώριος

→ δείτε τη λέξη ώριος