Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ωθήσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ωθώ
  2. θα ωθήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ωθώ