ωδικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωδικώς < (ελληνιστική κοινή) ή στα χριστιανικά χρόνια ᾠδικῶς < αρχαία ελληνική ᾠδικός
Επίρρημα
επεξεργασίαωδικώς
- τραγουδώντας
- σχετικά με το τραγούδι
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ωδικώς
|