ψωμίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωμίζομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ψωμίζομαι
- εξοικονομώ ό,τι είναι απαραίτητο για την επιβίωσή μου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωμίζομαι
|
ψωμίζομαι
|