ψυχοπλακώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ψυχοπλακώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχοπλακώνω
- θα ψυχοπλακώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχοπλακώνω