Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψυχολόγησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ψυχολόγησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ψυχολογώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ψυχολογώ