ψυχαναγκάσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ψυχαναγκάσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχαναγκάζω
- θα ψυχαναγκάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχαναγκάζω
ψυχαναγκάσω