ψυχαγωγήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ψυχαγωγήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψυχαγωγώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχαγωγώ
- θα ψυχαγωγήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχαγωγώ