Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψιττακό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
ψιττακό
αρσενικό
αιτιατική
ενικού
του
ψιττακός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ελληνιστική κοινή
:
ψιττακόν