Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιτ < (ηχομιμητική λέξη)

  Επιφώνημα επεξεργασία

ψιτ (λαϊκότροπο)

  1. χρησιμοποιείται ως κλητικό επιφώνημα, προκειμένου να φωνάξουμε κάποιον
    έι, ψιτ, για έλα εδώ!

  Μεταφράσεις επεξεργασία