ψιλολογήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαψιλολογήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψιλολογώ
- θα ψιλολογήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψιλολογώ
ψιλολογήσουν