ψιλολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψιλολογώ
- ερευνώ για ανούσιες λεπτομέρειες, που δεν παίζουν βασικό ρόλο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ψιλολόγημα και ψιλολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψιλολογώ
|