ψιλοκαταλαβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιλοκαταλαβαίνω < ψιλο- + καταλαβαίνω
Ρήμα
επεξεργασίαψιλοκαταλαβαίνω
- (μεταβατικό, προφορικό) καταλαβαίνω πολύ λίγο
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψιλοκαταλαβαίνω
|
Πηγές
επεξεργασία- ψιλοκαταλαβαίνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)