ψιλοβρέξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ψιλοβρέξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψιλοβρέχει
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψιλοβρέχει
- θα ψιλοβρέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψιλοβρέχει