ψιθυρίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ψιθυρίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψιθυρίζω
- θα ψιθυρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψιθυρίζω
ψιθυρίσουμε