Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφοπαιστέω < ψηψοπαίστης (ψήφος + παίζω)

  Ρήμα επεξεργασία

ψηφοπαιστέω

  • κάνω ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα για να ξεγελάσω, να εξαπατήσω