Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψηφίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψηφίζω
  2. θα ψηφίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψηφίζω