ψεῦδις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψεῦδις < ψεῦδος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψεῦδις-ιος αρσενικό ή θηλυκό (ίσως και επίθετο)
- επικός τύπος της λέξης ψευδής
- οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ᾽ ἐκγόνων (Πίνδαρος)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ψύδραξ-ακος