Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ψευδόρκησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ψευδορκώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ψευδορκώ