Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψείριασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ψείριασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ψειριάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ψειριάζω