ψαχουλέψει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαψαχουλέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψαχουλεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψαχουλεύω
- θα ψαχουλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψαχουλεύω