Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ψαρώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψαρώνω
  2. θα ψαρώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψαρώνω