ψαρευτούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ψαρευτούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψαρεύομαι
- θα ψαρευτούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψαρεύομαι
ψαρευτούμε