Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψαρευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψαρεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψαρεύομαι
  3. θα ψαρευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψαρεύομαι