ψακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψακώνω
- (ιδιωματικό) φαρμακώνω, δηλητηριάζω
- Φαρμάκι άδολο να ιδώ στα χείλη σου θ’αράξω / μακάρι και να ψακωθώ κι ώρα να μη βαστάξω. (Βασίλης Σκουλάς, Μαντινάδα)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψακώνω | ψάκωνα | θα ψακώνω | να ψακώνω | ψακώνοντας | |
β' ενικ. | ψακώνεις | ψάκωνες | θα ψακώνεις | να ψακώνεις | ψάκωνε | |
γ' ενικ. | ψακώνει | ψάκωνε | θα ψακώνει | να ψακώνει | ||
α' πληθ. | ψακώνουμε | ψακώναμε | θα ψακώνουμε | να ψακώνουμε | ||
β' πληθ. | ψακώνετε | ψακώνατε | θα ψακώνετε | να ψακώνετε | ψακώνετε | |
γ' πληθ. | ψακώνουν(ε) | ψάκωναν ψακώναν(ε) |
θα ψακώνουν(ε) | να ψακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψάκωσα | θα ψακώσω | να ψακώσω | ψακώσει | ||
β' ενικ. | ψάκωσες | θα ψακώσεις | να ψακώσεις | ψάκωσε | ||
γ' ενικ. | ψάκωσε | θα ψακώσει | να ψακώσει | |||
α' πληθ. | ψακώσαμε | θα ψακώσουμε | να ψακώσουμε | |||
β' πληθ. | ψακώσατε | θα ψακώσετε | να ψακώσετε | ψακώστε | ||
γ' πληθ. | ψάκωσαν ψακώσαν(ε) |
θα ψακώσουν(ε) | να ψακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψακώσει | είχα ψακώσει | θα έχω ψακώσει | να έχω ψακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψακώσει | είχες ψακώσει | θα έχεις ψακώσει | να έχεις ψακώσει | έχε ψακωμένο | |
γ' ενικ. | έχει ψακώσει | είχε ψακώσει | θα έχει ψακώσει | να έχει ψακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψακώσει | είχαμε ψακώσει | θα έχουμε ψακώσει | να έχουμε ψακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψακώσει | είχατε ψακώσει | θα έχετε ψακώσει | να έχετε ψακώσει | έχετε ψακωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ψακώσει | είχαν ψακώσει | θα έχουν ψακώσει | να έχουν ψακώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ψακωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ψακωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ψακωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ψακωμένο |
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψακώνω
|