Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψακώνω < ψακή + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ψακώνω

  1. (ιδιωματικό) φαρμακώνω, δηλητηριάζω
    Φαρμάκι άδολο να ιδώ στα χείλη σου θ’αράξω / μακάρι και να ψακωθώ κι ώρα να μη βαστάξω. (Βασίλης Σκουλάς, Μαντινάδα)

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία