Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψήνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψήνω
  3. θα ψήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψήνω