ψάξει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαψάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψάχνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψάχνω
- θα ψάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψάχνω
ψάξει