χύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χύνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χύνω
- θα χύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χύνω
χύσει