χωρέσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχωρέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χωράω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χωράω
- θα χωρέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χωράω