Ετυμολογία

επεξεργασία
χυμαδιό < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χυμαδιό ουδέτερο

  • (οικείο) χαρακτηρισμός ατόμου ή κατάστασης που είναι χύμα, χωρίς σύστημα, ή χωρίς προορισμό ή χωρίς τάξη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία