Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χτυπηθούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χτυπιέμαι
  2. θα χτυπηθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χτυπιέμαι