Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

χρυσοστολίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χρυσοστολίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρυσοστολίζω
  3. θα χρυσοστολίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρυσοστολίζω