Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσοπληρώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

χρυσοπληρώνω

  • πληρώνω πολύ ακριβά
    Τώρα μας παρακαλάνε να τους το νοικιάσουμε και μας το χρυσοπληρώνουν. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία