χρυσοκεντήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχρυσοκεντήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρυσοκεντώ
- θα χρυσοκεντήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρυσοκεντώ