Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσοδένω < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾi.soˈðe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σο‐δέ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

χρυσοδένω, αόρ.: χρυσόδεσα, μτχ.π.π.: χρυσοδεμένος

  1. δένω βιβλίο και γεμίζω το κάλυμμα του με κοσμήματα και χρυσά γράμματα
  2. κολλάω μέρη κοσμήματος με χρυσό

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία