Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

χρυσίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρυσίζω
  2. θα χρυσίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρυσίζω