χρονολογήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχρονολογήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρονολογώ
- θα χρονολογήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρονολογώ