χρονογραφήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χρονογραφήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρονογραφώ
- θα χρονογραφήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρονογραφώ
χρονογραφήσω