χρονιάσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχρονιάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρονιάζω
- θα χρονιάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρονιάζω
χρονιάσετε