χρησμοδοτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχρησμοδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρησμοδοτώ
- θα χρησμοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρησμοδοτώ
χρησμοδοτήσεις