Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

χρησμοδοτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χρησμοδοτώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρησμοδοτώ
  3. θα χρησμοδοτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρησμοδοτώ