Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

χρεωκόπησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χρεωκοπώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χρεωκοπώ